- πανδοκώ
- -έω Α [πάνδοκος]1. δέχομαι και περιποιούμαι ξένους, φιλοξενώ2. μτφ. παίρνω την ευθύνη, αναλαμβάνω, παίρνω πάνω μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πανδόκῳ — Πάνδοκος all receiving masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδόκῳ — πάνδοκος all receiving masc/fem/neut dat sg πανδόκος all receiving masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνδοκος — και πανδόκος και πάνδοχος και πανδόχος, ον, Α 1. (για το πορθμείο τού Χάρωνος) αυτός που δέχεται όλους, κοινός για όλους 2. επίθετο τών ιερών τόπων τής Ήλιδος και τών Δελφών (α. «πανδόκῳ ἄλσει», Πίνδ. β. «ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων», Αισχύλ.).… … Dictionary of Greek